- προχειρογράφος
- προχειρ-ογράφος [ᾰ], ὁ, perh.A = προχειράριος, PTeb.112.116 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχειρογράφος — ο, η, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γράφει με προχειρότητα, αυτός τού οποίου τα γραπτά διακρίνονται για την προχειρότητά τους αρχ. προχειράριος*, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + γράφος*] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek